- εκβύρσωσις
- ἐκβύρσωσις, η (Α)το εκβύρσωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβύρσωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβυρσώσεως — ἐκβυρσώσεω̆ς , ἐκβύρσωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)